- παρωτίτιδα
- η(ιατρ.), πάθηση του σιελογόνου αδένα του έξω ακουστικού πόρου, αλλιώς παραμαγούλα, μαγουλήθρα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
παρωτίτιδα — (Ιατρ.). Φλεγμονή της παρωτίδας. Η πιο γνωστή μορφή είναι η επιδημική π. (μαγουλάδες), λοιμώδης νόσος μεγάλης μεταδοτικότητας, που οφείλεται σε έναν ιό, ο οποίος προσβάλλει και τους γεννητικούς αδένες, τους δακρυϊκούς αδένες, το πάγκρεας και τις… … Dictionary of Greek
παρωτίδα — (Ανατ.). Είναι ο μεγαλύτερος από τους σιελογόνους αδένες και ονομάζεται έτσι εξαιτίας της γεντνίασής του με τον έξω ακουστικό πόρο. Βρίσκεται πίσω από τον ανιόντα κλάδο της κάτω γνάθου και έρχεται σε επαφή με μερικά γειτονικά όργανα, τα… … Dictionary of Greek
ανορχία — η η έλλειψη του ενός ή των δύο όρχεων ή (γενικότερα) λειτουργούντος ορχικού ιστού, συγγενής ή επίκτητη (ύστερα από παρωτίτιδα) … Dictionary of Greek
εγκεφαλίτιδα — Φλεγμονή του εγκεφάλου. Συνήθως οφείλεται σε παθογόνους παράγοντες που φτάνουν εκεί είτε με απευθείας μετάδοση από τις μήνιγγες είτε μεταφέρονται με το αίμα και τη λέμφο από άλλα όργανα. Ταξινομείται ανάλογα (α) με το αν είναι πρωτοπαθής (από… … Dictionary of Greek
μαγουλάδα — η [μάγουλο] συν. στον πληθ. οι μαγουλάδες η νόσος παρωτίτιδα, αλλ. μαγουλήθρα … Dictionary of Greek
μηνιγγισμός — ο [μήνιγξ] (παθολ.) σύνολο συμπτωμάτων που θυμίζουν μηνιγγίτιδα και που απαντά σε διάφορες οξείες νόσους, όπως είναι η γρίπη, η παρωτίτιδα, ο κοιλιακός τύφος και οι λεπτοσπειρώσεις … Dictionary of Greek
νευρίτιδα — Φλεγμονή ενός νευρικού στελέχους που προκαλείται από τραυματισμούς, όπως είναι οι πληγές, οι θλάσεις, οι συμπιέσεις του νεύρου κ.ά. Όλα τα λοιμώδη νοσήματα (τύφος, ευλογιά, διφθερίτιδα, οξεία ρευματική αρθρίτιδα, ιλαρά, γρίπη, παρωτίτιδα κ.ά.)… … Dictionary of Greek
ουρήθρα — (Ανατ.). Πόρος ή σωλήνας, από τον οποίο αποβάλλονται τα ούρα, που βρίσκονται στην ουροδόχο κύστη. Στους άντρες, από την ο. αποβάλλεται και το σπέρμα. Στους άντρες εξάλλου η ουρήθρα αρχίζει από το στόμιο της κύστης, περνά από τον προστάτη αδένα,… … Dictionary of Greek
παραμαγούλα — η κοινή ονομασία μεταδοτικής ασθένειας που προσβάλλει κυρίως τα παιδιά, η παρωτίτιδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + μάγουλο] … Dictionary of Greek
μαγουλήθρα — μαγουλήθρα, η και μαγουλάδα, η φλεγμονή και διόγκωση της παρωτίδας, παρωτίτιδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)